|

Δεν είναι απλώς και μόνο ένας μεγάλος πρωταθλητής και ένας σούπερ σταρ της τεχνικής κολύμβησης…

Αυτοί οι ούτως ή άλλως κολακευτικοί χαρακτηρισμοί τον αδικούν και πάντως δεν εκφράζουν τη μεγαλοσύνη του, διότι ο Στέφανο Φιτζίνι είναι ένας μύθος: ο απόλυτος μύθος του αθλήματος!

Ο εμβληματικός Ιταλός κολυμβητής που μοστράρει στο παλμαρέ του 78 μετάλλια σε μεγάλες διεθνείς διοργανώσεις κοσμεί με την παρουσία του τους 3ους Μεσογειακούς Παράκτιους Αγώνες, που δεν αποκλείεται να αποτελούν μια από τις τελευταίες παραστάσεις της μακράς, λαμπρής και… αιώνιας σταδιοδρομίας του.

Ο Φιτζίνι γεννήθηκε στο Μιλάνο σε μια ημέρα που είναι σημαδιακή για την οικοδέσποινα των 3ων Μεσογειακών Παράκτιων Αγώνων: στις 14 Ιουνίου του 1987, όταν η Εθνική ομάδα μπάσκετ της Ελλάδας στεφόταν πρωταθλήτρια Ευρώπης στον Πειραιά.

«Ήμουν πιτσιρικάς όταν οι γονείς μου με πρωτοπήγαν στην πισίνα και μόλις είδα κάποιους να βουτάνε με τα πτερύγια και να κολυμπάνε τόσο γρήγορα μαγεύτηκα από το θέαμα. Αμέσως είπα ότι αυτό είναι το άθλημα με το οποίο θα ήθελα να ασχοληθώ και δεν το μετάνιωσα ποτέ. Η τεχνική κολύμβηση έγινε το μεγάλο πάθος της ζωής μου» ανατρέχει στα πρωτόλεια του.

Τι γοήτευσε τότε τον Φιτζίνι; «Όλα! Τα πέδιλα, η ταχύτητα, το θέαμα, το τι συμβαίνει κάτω από την επιφάνεια του νερού και επίσης το γεγονός ότι στην τεχνική κολύμβηση χρησιμοποιείς περισσότερα τα πόδια σου, ενώ στην κλασική κολύμβηση η περισσότερη δουλειά γίνεται με τα χέρια».

Στα 36 χρόνια του, ο Φιτζίνι, ο οποίος παράλληλα με τον αθλητισμό υπηρετεί επίσης στην Αστυνομία, συνειδητοποιεί ότι το τέλος της καριέρας του δεν βρίσκεται μακριά…

«Όσο περνάει ο καιρός, αυτό βρίσκεται ολοένα και περισσότερο στο μυαλό μου. Αν και ανέκαθεν αναζητούσα κίνητρα για τον επόμενο στόχο και ακόμη μπορώ να τα βρίσκω, αντιλαμβάνομαι ότι το τέλος πλησιάζει. Αυτό μού το λέει το κορμί μου, διότι κουράζομαι περισσότερο και νιώθω ότι δεν μπορώ πια να είμαι τόσο καλός και τόσο κυριαρχικός, όσο στο παρελθόν. Συν τοις άλλοις ο πόνος στους αστραγάλους μεγαλώνει, ενώ απογοητεύομαι όταν δεν πετυχαίνω έναν στόχο και αναγκαστικά, λόγω και της ηλικίας μου, μπαίνω στη λογική της αποχώρησης. Σίγουρα πάντως, όταν αποσυρθώ, θα ήθελα να μείνω στους κόλπους του αθλήματος, με κάποιον ρόλο, ώστε να μοιράζομαι τις εμπειρίες μου με τους νεαρότερους».

Από τους πλείστους όσους θριάμβους του, ο Φιτζίνι ξεχωρίζει έναν για ευνόητους και προφανείς λόγους: «Το 2007 στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα που διεξήχθη στο Μπάρι, κατέκτησα πέντε χρυσά μετάλλια, δυο εκ των οποίων, στα 400 και στα 1.500 την ίδια ημέρα και μάλιστα με παγκόσμια ρεκόρ. Αγωνιζόμουν στην πατρίδα μου, οπότε δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι αυτή είναι η κορυφαία στιγμή της καριέρας μου».

Ο 18 φορές πρωταθλητής κόσμου θα ήθελε να δει την τεχνική κολύμβηση να εισάγεται στο πρόγραμμα των Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά αυτό δεν έχει συμβεί. «Όλα είναι θέμα πολιτικής και κατάλληλων χειρισμών, σίγουρα πρέπει να ασκηθούν περισσότερες πιέσεις προς αυτή την κατεύθυνση» σχολιάζει. «Πιστεύω ότι αξίζουμε αυτή την ευκαιρία, διότι το άθλημα μας ευδοκιμεί σε πολλές χώρες, είναι θεαματικό, έχει χορηγούς και αναδεικνύεται μέσα από την τηλεοπτική μετάδοση.»

Ο Φιτζίνι δεν έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα και δεν κρύβει τον εντυπωσιασμό του από την Κρήτη. «Μόλις τελειώσουν οι αγώνες θα μείνω εδώ για μια εβδομάδα, μαζί με τη μέλλουσα σύζυγο μου, για χαλάρωση και διακοπές, οπότε θα ανακαλύψω τις ομορφιές του νησιού» τονίζει, καθώς οι Μεσογειακοί Παράκτιοι Αγώνες αποτελούν τον τελευταίο σταθμό της τρέχουσας σεζόν.

Ο θρύλος της τεχνικής κολύμβησης και φίλαθλος της ποδοσφαιρικής Ιντερ, είναι ένας πολύ συνειδητοποιημένος τύπος και συνάμα σκληρός και απαιτητικός με τον εαυτό του, αυτό άλλωστε αποτελεί το απόσταγμα της σοφίας του.

«Δεν είχα ποτέ είδωλα με την ακριβή έννοια του όρου. Από μικρός ανταγωνιζόμουν με τον Νταβίντε Μάνκα και τον Αντρέα Νάβα, τους οποίους σεβόμουν και ήθελα να τους ξεπεράσω. Ίσως φαίνεται εγωιστικό, αλλά δεν έβλεπα ποτέ είδωλα, παρά μόνο αντιπάλους. Ανέκαθεν η προτεραιότητα μου ήταν να γίνω καλύτερος από τους αντιπάλους μου και από τον ίδιο μου τον εαυτό. Δεν ασχολιόμουν με τους άλλους, αλλά ήμουν αφοσιωμένος στη δική μου προσπάθεια. Ζούσα σε έναν δικό μου κόσμο, σε μια… “φούσκα”, λειτουργώντας με αυτοματοποίηση, ώστε να μην αποσπάται η προσοχή μου και να μην μπαίνω σε διάφορα άλλα τριπάκια.»